τσαμπουκάς

τσαμπουκάς
ο, Ν
1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά
2. τατουάζ
3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι
β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσαμπουκάς — ο (λ. τουρκ.) 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι στο βραχίονα και κυρίως στον καρπό του χεριού ανθρώπου του υποκόσμου, χαρακιά στο χέρι: Είναι γεμάτος τσαμπουκάδες. 2. τατουάζ (βλ. λ.). 3. μάγκικη, μόρτικη συμπεριφορά, ζοριλίκι, νταηλίκι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλής — ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν 1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ 2. μτφ. α) άνθρωπος τού υποκόσμου β) μάγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. λής (πρβλ. μουστακα λής, παρα λής)] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλίκι — το, Ν η συμπεριφορά τού τσαμπουκαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. λίκι (πρβλ. φουκαρα λίκι)] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλίκι — το τσαμπουκάς, ο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”